- ζωοτόκος, -ος
- -ο αυτός που δε γεννά αβγά, αλλά άρτια όντα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζῳοτόκος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοτόκος — ο (Α ζωοτόκος, ον) αυτός που γεννά ζωντανά, άρτια ζώα («τὰ μὲν ζωοτόκα, τὰ δὲ ᾠοτόκα», Αριστοτ.) αρχ. ζωοδότης, ζωοπάροχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την κοινή σημ. < ζω(ο) (ΙΙ)*, ενώ με την αρχ. < ζω(ο) (Ι)* + τοκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος,… … Dictionary of Greek
ζῳοτόκον — ζῳοτόκος masc/fem acc sg ζῳοτόκος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωιοτόκων — ζῳοτόκος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοτόκοιο — ζωότοκος bringing forth live masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοτόκου — ζωότοκος bringing forth live masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοτόκων — ζωότοκος bringing forth live masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοτόκῳ — ζωότοκος bringing forth live masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοτόκα — ζῳοτόκος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοτόκοι — ζῳοτόκος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)